- λαθροδῆκται
- λαθροδήκτηςbiting secretlymasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαθροδήκτης — (Latrodectus). Γένος μικρών, δηλητηριωδών αραχνών της τάξης araneae, της οικογένειας therididae. Ξεχωρίζει από τα κόκκινα στίγματα που φέρει στη μαύρου χρώματος κοιλιά της. Ζει κατά μέσο όρο 1 έως 3 χρόνια και τα θηλυκά γεννούν χιλιάδες αβγά το… … Dictionary of Greek